- αλληλουχώ
- ἀλληλουχῶ (-έω) (ΑΜ)1. συνάπτω, συνδέω2. συνάπτομαι, συνδέομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀλληλοῦχος, βλ. ἀλληλοῦχοι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλληλούχοι — ἀλληλοῦχοι, α (Α) αυτοί που έχουν συνάφεια μεταξύ τους, οι συναπτόμενοι, οι συνεχόμενοι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πληθ. τού τύπου *ἀλληλοῦχος < ἀλληλο * + οῦχος < ἔχω. ΠΑΡ. ἀλληλουχία αρχ. μσν. ἀλληλουχῶ] … Dictionary of Greek